Η κόλαση του σχολείου



Γράφει η Γεωργία Μαρίνου




«Δεν θέλω να πάω σχολείο» Φώναζε παραπονεμένα ο Κώστας.


«Τρεις μέρες έχεις να πατήσεις, πρέπει επιτέλους να πας» Η μητέρα του όμως επέμενε.


«Μα ήμουν άρρωστος»


«Τώρα όμως δεν είσαι»Έτσι ο Κώστας κίνησε για το σχολείο. Φέτος πήγαινε πρώτη γυμνασίου και τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από τις προηγούμενες χρονιές. Τα μαθήματα του άρεσαν πολύ, εντάξει όχι όλα. Τις πρώτες μέρες όλα κυλούσαν ομαλά, αλλά ο Κώστας δεν άργησε να κάνει εχθρούς. Ξέρω πως ακούγεται χαζό για ένα δεκατριάχρονο αγόρι να έχει εχθρούς, αλλά ήταν διαφορετικός.
Μία μέρα, καθώς μπήκαν στην αίθουσα για να κάνουν γλώσσα, η καθηγήτρια άρχισε να γράφει στον πίνακα. Ο Κωστάκης προσπαθούσε να ξεχωρίσει την λευκή κιμωλία από τον πράσινο πίνακα. Μάταια όμως, δεν έβλεπε τίποτα. Έτσι η μητέρα του τον πήγε στον οφθαλμίατρο.
Τις επόμενες μέρες ο Κώστας αναγκαζόταν να φοράει τα γυαλιά του και στο σχολείο. Στην αρχή δεν τον πείραζε, είχε αρχίσει άλλωστε να τα συνηθίζει. Τα υπόλοιπα παιδιά όμως άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Τα αστεία κάθε φορά γινόντουσαν όλο και πιο σκληρά.
Οι μέρες περνούσαν και ο Κώστας δεν άντεχε άλλο, προσπάθησε να μιλήσει στη μητέρα του αλλά εκείνη… ήταν χωμένη στα προβλήματα της με τον πατέρα του.
Συνεχώς τσακωμοί, κανείς δεν του έδινε σημασία. Δεν είχε φίλους, κανείς δεν τον ήθελε. Όλοι τον φώναζαν ‘’γυαλαμπούκα’’ ναι αυτό ήταν τώρα το νέο του επίθετο.
Κάθε μέρα η ίδια κατάσταση, όλα τα παιδιά σχημάτιζαν ένα κύκλο γύρω του και τον έδειχναν με το δάχτυλο, ώσπου να έρθει ένας καθηγητής και να τους χωρίσει. Λες και δεν υπήρχαν άλλοι μέσα στην τάξη που φορούσαν γυαλιά. Υπήρχαν, αλλά σύμφωνα με τα λεγόμενα τους ήταν πιο χαριτωμένοι από τον Κώστα.
Όταν έφτασε στο σχολείο, παρέμεινε να κοιτάζει την είσοδο. Δεν μπορούσε να μπει. Τα πόδια του δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει. Κάποιοι συμμαθητές του έτρεχαν για να προλάβουν το κουδούνι. Έπεσαν πάνω του.
«Καλά δεν βλέπεις που πας ρε;» Τον κατηγόρησαν.
Όπως κάθε φορά άλλωστε. Ο Κώστας ήταν πάντα το εύκολο θύμα. Ένιωσε δάκρυα να αναβλύζονται στα μάτια του. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε αυτό το μαρτύριο και θα το έκανε.
Προχώρησε αποφασιστικά στην είσοδο του σχολείου. Η προσευχή είχε ήδη γίνει και όλοι ήταν μέσα στις τάξεις τους. Μόνο ο Δημήτρης είχε μείνει στην αυλή, ήταν έτοιμος να τρέξει προς την αίθουσα αλλά ο Κώστας τον σταμάτησε. Ήταν κι αυτός μέσα στα παιδιά που τον κορόιδευαν, του άξιζε να τιμωρηθεί. Χωρίς καν να το σκεφτεί το χέρι του Κώστα βρισκόταν κολλημένο στο πρόσωπο του Δημήτρη. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, μία καθηγήτρια που βγήκε στην αυλή εκείνη τη στιγμή, έτρεξε προς το μέρος τους. Όταν κατάλαβε τι συνέβη πήρε τον Κώστα στο γραφείο του διευθυντή.
Ο Κώστας εξήγησε το λόγο που το έκανε, δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση. Ο διευθυντής του εξήγησε πως θα έπρεπε να είχε μιλήσει στον ίδιο, ή και στους γονείς του. Δεν έπρεπε να καταφύγει στη βία. Στο σώμα του Κώστα κυλούσε θυμός αντί για αίμα, κανείς δεν τον καταλάβαινε. Χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία του διευθυντή, έτρεξε έξω από την αίθουσα, έξω από το σχολείο χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει.
Πετάχτηκε στον δρόμο ξαφνικά, χωρίς να δει το αμάξι που περνούσε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, το μόνο που άκουγε ήταν ουρλιαχτά, έβλεπε θολά ώσπου δεν ένιωθε πια τίποτα.
Το λευκό φως του νοσοκομείου τον ξύπνησε. Η μητέρα του ήταν στο πλάι του. Τα μάτια του στράφηκαν προς το μέρος της, εκείνη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. Του ζητούσε συνεχώς συγγνώμη. Δεν έπρεπε να αφήσει τα προβλήματα της να καλύψουν το παιδί της!
Ο Κώστας έμεινε μία εβδομάδα στο νοσοκομείο, ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει σοβαρά. Ο εφιάλτης πλέον είχε τελειώσει. Οι γονείς του τον έστειλαν σε άλλο σχολείο. Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Όλα πλέον είχαν αλλάξει, αυτό το συμβάν ένωσε τους γονείς του και ήταν περισσότερο κοντά του. Στο νέο σχολείο ο Κώστας έκανε καλούς φίλους κι έτσι δεν ξανά έμεινε ποτέ πια μόνος.

Σχόλια