Υιοθεσία: Μία πράξη αγάπης

Της Μαίρης Κάντα



Σε μία εποχή απόλυτης διαφθοράς, σε μία εποχή οικονομικά και οικολογικά δύσκολη, πολλά ζευγάρια αποφασίζουν να κάνουν κάτι καλό, μία αξιέπαινη πράξη.... Να υιοθετήσουν ένα παιδί. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα παιδιά είναι απόλυτη ευτυχία και ολοκλήρωση για τους γονείς. Η υιοθεσία είναι μία νομική πράξη κατά την οποία το υιοθετημένο παιδί απολαμβάνει όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα ενός φυσικού παιδιού, ενώ και η οικογένεια έχει τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι σ’ αυτό σαν να ήταν φυσικό παιδί της.

Η υιοθεσία είναι ένα πολύ όμορφο πράγμα και πολλοί την χαρακτηρίζουν ως την υπέρτατη πράξη αγάπης. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι-ελάχιστοι ευτυχώς- που είναι αντίθετοι με την υιοθεσία. Πιστεύουν πως η χριστιανική πίστη διαφωνεί με την πράξη της υιοθεσίας. «Αφού δεν μας έδωσε ο Θεός παιδί, σημαίνει ότι δεν είμαστε άξιοι να γίνουμε γονείς», πολλές φορές υποψήφιοι γονείς, που κυρίως για λόγους υγείας δεν μπορούν να φέρουν στο κόσμο ένα παιδί και εγκαταλείπουν τις προσπάθειες. Όμως κάνουν ένα τεράστιο λάθος. Η χριστιανική πίστη συμφωνεί με την υιοθεσία και την αποκαλεί ως «θεάρεστη πράξη».

Η Αγία Γραφή τονίζει ότι όλοι οι πιστοί έχουμε γίνει παιδιά του Θεού δια της υιοθεσίας μας απ’ Αυτόν και έχουμε το δικαίωμα να αποκαλούμε τον Θεό, Πατέρα (Γαλ.Δ5-6) Ο Θεός μας έχει υιοθετήσει, προσφέροντας μάλιστα γι’ αυτό θυσία τον Γιο του επάνω στο σταυρό. Εφόσον λοιπόν θυσιάστηκε Εκείνος για την υιοθεσία μας, σημαίνει ότι εγκρίνει αυτή την πράξη.

Τα νεαρά ζευγάρια που αποφασίζουν να γίνουν γονείς μέσω της υιοθεσίας, θα πρέπει να γνωρίζουν σε ποιον θα πρέπει να απευθυνθούν, αλλά και ποια διαδικασία θα πρέπει να ακολουθήσουν μέχρι την στιγμή που ευτυχισμένοι πια θα μπορούν να έχουν στην αγκαλιά τους, το δικό τους παιδί.

Το πρώτο βήμα που θα πρέπει να κάνει το ζευγάρι που θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί, είναι να απευθυνθεί στο «Κέντρο Βρεφών Μητέρα» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και το έλεγχο του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Εκεί οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση υιοθεσίας. Η αίτηση αυτή κατατίθεται από τους επιθυμούντες να υιοθετήσουν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου του τόπου κατοικίας τους. Η αίτηση εγγράφεται στο πινάκιο και κοινοποιείται στον εισαγγελέα.

Στη συνέχεια η αίτηση δικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο εξετάζει την συνδρομή των προϋποθέσεων και την έλλειψη κωλυμάτων και ανάλογα αποφασίζει. Επίσης, οι υποψήφιοι γονείς προσκομίζουν στο δικαστήριο και άλλα απαραίτητα έγγραφα όπως ποινικά μητρώα, εκκαθαριστικό σημείωμα, αποδεικτικό επίδοσης στον εισαγγελέα της αίτησης υιοθεσίας, ιατρικά πιστοποιητικά του ενδιαφερόμενου, ληξιαρχική πράξη γέννησης του προς υιοθεσία τέκνου, την αίτηση που έχει υποβληθεί στο «Μητέρα» και την έγγραφη συναίνεση των φυσικών γονέων του τέκνου.

Η έκδοση της απόφασης είναι το τελικό στάδιο της διαδικασίας. Μόνο όταν εκδοθεί η τελική απόφαση το υιοθετημένο παιδί αναγράφεται στη οικογενειακή μερίδα του Δήμου των νέων γονέων. Επίσης, το υιοθετημένο παιδί παίρνει πλέον το επώνυμο των γονιών του που το έχουν υιοθετήσει.

Κατά καιρούς, έχουν αναφερθεί διάφορα προβλήματα στη διαδικασία της υιοθεσίας, ενώ αρκετές φορές υπάρχουν καθυστερήσεις στη λήψη της τελικής απόφασης από το δικαστήριο ή άλλων ειδών κωλύματα που καθιστούν μεγαλύτερη την απογοήτευση των νεαρών ζευγαριών που επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα ένα παιδί.

Ο αριθμός των παιδιών που είναι διαθέσιμα για υιοθεσία στη χώρα μας είναι ελάχιστος. Από το 1995 και μετά, δεν υπάρχουν παιδιά για υιοθεσία στα ελληνικά ιδρύματα, ενώ αυξάνονται ραγδαία, οι υιοθεσίες από τις βαλκανικές χώρες και τις πρώην χώρες της Σοβιετικής ενώσεως. Τα λιγοστά διαθέσιμα παιδιά προς υιοθεσία, ίσως είναι ένας λόγος καθυστέρησης της υιοθεσίας τους από θετούς γονείς. Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι γονείς δεν θα πρέπει να πτοούνται και να εμμένουν στη αρχική τους απόφαση για υιοθεσία.

Καλό είναι το ζευγάρι που πρόκειται να προχωρήσει σε υιοθεσία να γνωρίζει μερικά βασικά στοιχεία για τους φυσικούς γονείς και την πιθανή αν υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση του παιδιού. Τις πληροφορίες αυτές τις δίνουν συνήθως οι κοινωνικές υπηρεσίες των οργανώσεων που ασχολούνται με υιοθεσίες. Ιδιαίτερα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις περιπτώσεις που κάποιο ζευγάρι αποφασίσει να υιοθετήσει κάποιο παιδί με ειδικές ανάγκες, κάτι που γίνεται πολύ συχνά σε άλλες χώρες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι υποψήφιοι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν αρκετά σε σχέση με το πρόβλημα του παιδιού και τις πιθανές δυσκολίες που μπορεί να συναντήσουν στη ανατροφή πριν προχωρήσουν στη υιοθεσία.

Μετά την ολοκλήρωση της υιοθεσίας, οι θετοί γονείς θα πρέπει να προσέξουν πολύ την ψυχολογία του παιδιού, αλλά και τους χειρισμούς τους, σχετικά με τις καταστάσεις που συνοδεύουν την υιοθεσία, καθώς πρέπει να υπάρξει μία ιδιαίτερη προσέγγιση. Οι παιδοψυχίατροι τονίζουν ότι το θετό παιδί θα πρέπει να μάθει από τους γονείς που το έχουν υιοθετήσει για το θέμα αυτό. Θα πρέπει να του εξηγήσουν για την υιοθεσία με τρόπο που θα μπορεί να κατανοήσει.

Οι ειδικοί διχάζονται για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ειπωθεί στο παιδί ότι έχει υιοθετηθεί, καθώς υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις σχετικά με αυτό. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι πρέπει να ειπωθεί στο παιδί ότι είναι υιοθετημένο σε όσο το δυνατό νεαρότερη ηλικία. Η προσέγγιση αυτή δίνει την ευκαιρία πολύ νωρίς στο παιδί να κατανοήσει και να αποδεχθεί την έννοια της υιοθεσίας.

Άλλοι ειδικοί όμως θεωρούν ότι εάν αυτό ειπωθεί στο παιδί πολύ νωρίς, σε μία ηλικία που δεν μπορεί πραγματικά να καταλάβει, μπορεί να του προκαλέσει σύγχυση. Έτσι, αυτοί οι ειδικοί συστήνουν ότι η πληροφόρηση πρέπει να γίνεται όταν το παιδί είναι πιο μεγάλο, στη ηλικία των 18 ετών. Πάντως και στις δύο προσεγγίσεις υποστηρίζεται ότι το παιδί πρέπει να μαθαίνει για την υιοθεσία από τους γονείς του. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να περάσει το μήνυμα ότι η υιοθεσία είναι καλή και ότι το παιδί μπορεί να εμπιστευτεί τους γονείς του.

Ακόμα, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του θετού παιδιού, και υποχρέωση των γονιών του, σύμφωνα με τον νόμο 2447/96, όταν το παιδί ενηλικιωθεί να πληροφορείται πλήρως από τους θετούς γονείς και από κάθε αρμόδια αρχή τα στοιχεία των φυσικών γονέων του.

Αν όμως το παιδί μάθει τυχαία, είτε λόγω πρόθεσης για την υιοθεσία του από κάποιους άλλους και όχι από τους γονείς του, τότε η ψυχική ηρεμία του παιδιού θα καταστραφεί. Το παιδί θα αισθανθεί θυμό και δυσπιστία έναντι τρων γονιών του. Ίσως να νοιώσει επίσης ότι η υιοθεσία είναι κάτι το κακό ή κάτι για το οποίο υπάρχει ντροπή και για τους λόγους αυτούς είχε κρατηθεί μυστικό. Έτσι, για την ψυχική ισορροπία των θετών παιδιών, οι γονείς θα πρέπει να τα ενθαρρύνουν να μιλούν ανοιχτά για την υιοθεσία τους, αλλά και να βρίσκονται στο πλάι τους, όταν αυτά αποφασίσουν να ψάξουν να βρουν τους φυσικούς γονείς τους.

Ανακεφαλαιώνοντας, η υιοθεσία είναι μία υπέροχη πράξη, αρκεί το κίνητρο της να είναι η αγάπη και όχι ο εγωισμός. Αρκεί να την δούμε σαν κάτι που θα ευαρεστεί τον Θεό, και όχι κάτι που θα ευαρεστεί τον δικό μας εγωισμό, ή για ένα καλύτερο «κοινωνικό φαίνεσθαι». Τέλος, αξίζει να συστήσω στους γονείς θετών παιδιών ένα εξαιρετικό βιβλίο, το «Μιλώντας με μικρά παιδιά για την υιοθεσία τους» Μαίρη Γουότκινς , Σούζαν Φίσερ, των εκδόσεων Gema. Πρόκειται για ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από αφηγήσεις 20 γονέων για τις συνομιλίες με τα παιδιά τους ηλικίας 2-10 ετών σχετικά με την υιοθεσία τους. Το συγκεκριμένο βιβλίο, θα προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στους γονείς και στα παιδιά.

Σχόλια